κατεπιτυγχάνοντας

κατεπιτυγχάνοντας
κατά-ἐπιτυγχάνω
hit the mark
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατεπιτυγχάνω — (Α) επιτυγχάνω, κατορθώνω, φθάνω σε κάτι («τινάς αὐτῶν και κατεπιτυγχάνοντας τής ἀληθείας» μερικοί απ αυτούς [που βρίσκονται εκτός τής Εκκλησίας] και να φθάσουν στη [χριστιανική] αλήθεια, Γρηγ. Νύσσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”